ορθοπεδία

ορθοπεδία
ορθοπεδική η ортопедия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορθοπεδία" в других словарях:

  • ορθοπεδία — η η ορθοπεδική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πεδία (< πέδον «έδαφος»)] …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδιστής — ο 1. ιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική 2. τεχνίτης που κατασκευάζει ορθοπεδικά εργαλεία και μηχανήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοπεδία. Η λ. ως όρος τής Νεοελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. orthopediste] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»